πουλύχοος

πουλύχοος
-οον, Α
βλ. πολύχους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύχους — ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, οον, ή πολυχόοος, όον, Α 1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά 2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.) 3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”